-
1 ἀποκάμνω
A grow quite weary, fail, flag utterly, mostly abs., S.OC 1776 (lyr.), Pl.R. 445b, AP5.46 (Rufin.);τῷ μήκει τοῦ χρόνου Jul. Or.2.91d
: c. part., ἀ. ζητῶν, μηχανώμενος, to be quite weary of seeking, etc., Pl.Men. 81d, X.Mem.2.6.35.2 c. inf., cease to do, (lyr.); μὴ ἀποκάμης σαυτὸν σῶσαι do not hesitate.., Pl.Cri. 45b.3 c. acc., ἀ. πόνον flinch from toil, X.HG 7.5.19;ἀ. πρὸς τὰς διαμαρτίας
to be disheartened by..,Plu.
Arat.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκάμνω
См. также в других словарях:
ЗЕНОН ЭЛЕЙСКИЙ — [греч. Ζήνων ὁ ᾿Ελεάτης] (V в. до Р. Х.), древнегреч. философ, представитель философской элейской школы, ученик Парменида, создатель знаменитых «апорий Зенона». Жизнь и сочинения Точная дата рождения З. Э. неизвестна. По свидетельству Диогена… … Православная энциклопедия
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek